Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόπαστον — τὸ, Μ υπόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παστός (< πάσσω «πασπαλίζω»), πρβλ. παρά παστον] … Dictionary of Greek
ὑποπάστῳ — ὑπόπαστον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)